…..Ένας άλλος Αλέξανδρος
Στον καθηγητή μου κ. Σταύρο Φραγκουλίδη,
που με έμαθε να διαβάζω....
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Α
Ζωγράφε μου εξακουστέ,
περίφημε τεχνίτη,της
γραφικής το καύχημα,
τουΠαρισιού πολίτη,
στέλνω, δέξου, βάψε με
ετούτην την εικόνα
χρώματ’ ανεξάλειπτα
εις όλον τον αιώνα. […]
Ήταν στα 1977, όταν ο Γιώργος Ρωμανός έκανε το πρώτο του συγγραφικό βήμα. Ένα βήμα, το οποίο δεν έμελλε να είναι καθόλου μετέωρο, καθώς ο καρποφόρος πελαργός της έμπνευσής του, του επιφύλασσε μια σειρά από δημιουργικά γεννήματα τα επόμενα χρόνια .
Η δειλή, αλλά συνάμα φιλόδοξη προσπάθεια του στο στίβο του διηγήματος, που γεννήθηκε στη διάρκεια της πρώτης του συγγραφικής νιότης είχε ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, την πόλη και γενέτειρα του. Η συλλογή φέρει τον τίτλο: Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα. Τίτλος, περιεκτικός, μεστός, αλλά και ανοιχτός σε ερμηνείες, σχόλια και προβληματισμούς. Γιατί Αλέξανδρος; και όχι κάποιο άλλο όνομα από το πλούσιο ορθόδοξο συναξάρι μας; Τι θέλει να επιτύχει ο νεαρός διηγηματογράφος που φιλοδοξεί να ανέβει το πρώτο σκαλί στην τέχνη της ποιήσεως, όπως θα ’λεγε ο ποιητής; Σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά και σε αρκετά ακόμη θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από τις επόμενες γραμμές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ξεκινώντας από το λακωνικό τίτλο της συλλογής, το μοναδικό στοιχείο που μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως και επαρκώς είναι η λέξη ‘διηγήματα’. Λέξη, η οποία αποκαλύπτει το λογοτεχνικό πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί ο Γ. Ρωμανός, ενώ κατευθύνει το αισθητήριο και την εμπειρία των αναγνωστών σε ένα συγγραφικό είδος με συγκεκριμένους κανόνες και με μια μακραίωνη πορεία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Η επιλογή του ονόματος, ‘Αλέξανδρος’ στον τίτλο του βιβλίου είναι ένας γρίφος, που εξάπτει την περιέργεια και τη φαντασία του αναγνώστη. Μοιάζει, κάποιες φορές, να τον ερεθίζει και να τον προκαλεί να αποκρυπτογραφήσει το σημαινόμενό του. Γρίφος συγγραφικός, ιστορικός ή απλά αισθητικός, ή και αδιάφορος, αλλά γρίφος.
Γιατί Αλέξανδρος, αναρωτιέται ο απλός αναγνώστης; Ίσως γιατί από τα οχτώ διηγήματα που περιλαμβάνει η συλλογή, στα πέντε ρητά πρωταγωνιστεί ένας Αλέξανδρος, ενώ στα υπόλοιπα τρία υποδηλώνεται η παρουσία του μέσω της ανωνυμίας. Ίσως γιατί το πρώτο διήγημα, το οποίο κατέχει θέση εισαγωγής φέρει τον τίτλο Αλέξανδρος, επικαλύπτοντας και συμπληρώνοντας νοηματικά και αφηγηματικά τα υπόλοιπα διηγήματα. Ίσως, γιατί ο συγγραφέας ως άλλος Ανδρόνικος ανακαλύπτει το συγγραφικό του Αλέξανδρο, το βασιλιά της έμπνευσής του, όπως ανακαλύπτει την ίδια ακριβώς περίοδο ο μεγάλος μας αρχαιολόγος τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων στη Βεργίνα.
Πέντε ήρωες λοιπόν φέρουν το όνομα Αλέξανδρος, και αν διαβάσουμε τους τίτλους των δυο πρώτων διηγημάτων σε μια πρόταση συνοψίζουν το επιχείρημα που προβάλλουν οι ‘σύγχρονοι βασιλείς’ για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. “Ο Αλέξανδρος. Ο δικός μας βασιλιάς’’.
Όσο και αν η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση φαντάζει παράτολμη και ανυπόστατη, εντούτοις δεν παύει να ξυπνά τη δύναμη των συνειρμών, που πάντα θα αναζητεί ένα ιστορικό και διδακτικό τόνο, ακόμη και σε μια συλλογή διηγημάτων. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σε καμία περίπτωση, η συνολική θεματολογία του βιβλίου δεν ενέχει κάποια ρητή ή υπόρητη παραπομπή με το ιστορικό πλαίσιο, που προσπαθήσαμε να θέσουμε. Θα λέγαμε, ότι η παραπάνω προσέγγιση οφείλεται περισσότερο στη συγχρονία της ιστορικής ανακάλυψης των τάφων των Μακεδών βασιλέων στη Βεργίνα με τη συγγραφή του Αλέξανδρου από το Γ. Ρωμανό.
Ας περάσουμε όμως στην ουσία του πράγματος, που δεν είναι άλλη από τα ίδια τα διηγήματα. Η συλλογή, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποτελείται από οχτώ ιστορίες, οι οποίες αν και έχουν τη δική τους αυτοτέλεια, εντούτοις ισορροπούν στο ίδιο νοηματικό νήμα, παρουσιάζοντας την πορεία του Αλέξανδρου της γειτονίας, του πιτσιρικά της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης μέχρι την ενηλικίωσή του και την περίοδο της ωριμότητάς του.
Ειδικότερα, στο πρώτο από τα οκτώ διηγήματα, νοιώθουμε να ανασυστήνεται η εικόνα της παλιάς γειτονίας, μέσα από την περιγραφή των περιπετειών μιας παρέας μικρών παιδιών. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλέξανδρος, ο οποίος είναι και ο αρχηγός της παρέας. Η ιστορία χτίζεται γύρω από τις περιγραφές της γειτονιάς για να περάσει σιγά, σιγά στην σκιαγράφηση των μικρών ηρώων.
Ο συγγραφέας μπορεί να μιλάει σε τρίτο πρόσωπο και να αποστασιοποιείται, με αυτό τον τρόπο, αλλά σε καμία περίπτωση η αφήγηση δε στερείται αμεσότητας. Από την άλλη πλευρά, τα διαλογικά μέρη δραματοποιούν την πλοκή και μας μεταφέρουν στον πραγματικό τόπο και χρόνο των γεγονότων. Ο αναγνώστης μοιάζει σαν ένας καλά κρυμμένος παρατηρητής, ο οποίος κατασκοπεύει τους ήρωες και σχηματίζει ελεύθερος τη δική του άποψη για το χαρακτήρα τους.
Κυρίαρχο θέμα είναι η παράνομη επίσκεψη της παρέας σε έναν θερινό κινηματογράφο και η σύλληψή της. Παράλληλα και μέσα από το ίδιο πρίσμα παρακολουθούμε και την προσωπική περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, του Αλέξανδρου, ο οποίος παρενοχλείται σεξουαλικά από τον φύλακα του κινηματογράφου. Όλα τα πρόσωπα της δράσης περιγράφονται διεξοδικά και με απόλυτη λεπτομέρεια. Τις περισσότερες φορές οι εξωτερικές περιγραφές των προσώπων στοιχειοθετούν κάτι από τον χαρακτήρα τους. Ενδεικτικό παράδειγμα μέσα στην ιστορία αποτελεί η νεφώδης απεικόνιση του φύλακα του κινηματογράφου, που αναδεικνύει και την παραβατική προσωπικότητά του.
Η χρήση αρκετών και παραστατικών περιγραφών είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρώτου διηγήματος. Το διακριτό αυτό συστατικό της πλοκής επανέρχεται συχνά, πυκνά και στη συνέχεια με αποκορύφωμα τις δυο τελευταίες ιστορίες, στις οποίες οι περιγραφές είναι περισσότερο συστηματικές και προσεγμένες. Επίσης, η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της πόλης, η ειρωνεία της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης και το ερωτικό στοιχείο είναι γνωρίσματα, τα οποία διατρέχουν όχι μόνο το προς εξέταση διήγημα, αλλά ολόκληρο το βιβλίο.
Ο δικός μας βασιλιάς, μοιάζει να αποτελεί συνέχεια του πρώτου διηγήματος, διατηρώντας όμως τον ιδιαίτερο τόνο και αυτονομία του. Η γειτονιά, οι περιπέτειες μιας παρέας μικρών παιδιών και ένας τρελός είναι τα βασικά πρόσωπα που στελεχώνουν τη δράση και αναδεικνύονται από τη δύναμη των περιγραφών. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, γεγονός που προσδίδει έναν έντονο βιωματικό τόνο, καθώς ο συγγραφέας ταυτίζεται με την παρέα και φαίνεται να θυμάται εκ νέου, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι απουσιάζουν πλήρως τα διαλογικά μέρη.
Μπορεί η πλοκή εδώ να δομείται γύρω από την παρουσίαση ενός τρελού και αλαφροΐσκιωτου ανθρώπου, ο οποίος ντύνεται και συμπεριφέρεται σα βασιλιάς, εντούτοις όμως συνεχίζει στο ίδιο θεματικό και νοηματικό μοτίβο με το πρώτο διήγημα. Οι περιπέτειες της παρέας, η γειτονιά, το θρησκευτικό στοιχείο και η καθημερινότητα στην πόλη είναι στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό και αποτελούν το κορμό της ιστορίας, αλλά και την οργανική συνέχεια της με τον Αλέξανδρο. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει, ίσως το μικρόκοσμο των παιδικών του χρόνων και αναμνήσεων, μέσα από τα μάτια των ηρώων του.
Το σχολικό περιβάλλον αποτελεί το σκηνικό υπόβαθρο στο διήγημα η Κυρία Σαρα, που αποτελεί το τρίτη κατά σειρά ιστορία. Συγχρόνως, διατηρούνται αναλλοίωτα όλα τα χαρακτηριστικά της γειτονίας, καθώς αποτελεί και εδώ σημείο αναφοράς και δράσης.. Εξάλλου η αναφορά στην γειτονιά του Προφήτη Ηλία έρχεται να μας υπενθυμίσει, αλλά και να διατηρήσει την ισορροπία μας στον ίδιο νοηματικό άξονα.
Κεντρικά πρόσωπα είναι: ο μικρός Αλέξανδρος, ο οποίος εξελίσσεται σε αρχηγό της παρέας και η θελκτική καθηγήτρια των ελληνικών, η Εβραία Σάρα. Η καθηγήτρια περιγράφεται με αδρά χαρακτηριστικά, γεγονός που θα αποτελέσει και την αιτία της υποφώσκουσας ερωτικής επιθυμίας των μαθητών, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ανακαλύψουν και να αισθανθούν τον αθώο έρωτα μέσα από την σεξουαλική του απόχρωση.
Η αφήγηση κυλά γρήγορα, καθώς ο αφηγητής είναι παντογνώστης και δίνει το ιστορικό πλαίσιο, ενώ τα διαλογικά μέρη κορυφώνουν τη δράση και δραματοποιούν τις καταστάσεις. Επίσης, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αφήγησης εναπόκεινται η γρήγορη εναλλαγή του τρίτου προσώπου, όταν μιλάει ο αφηγητής, με την πρώτο πρόσωπο, όταν μιλούν οι ήρωες. Στα διαλογικά μέρη, ο λόγος είναι πιο απλός και καθημερινός σε σχέση με τα κομμάτια στα οποία ακούμε τη φωνή του αφηγητή. Για παράδειγμα, ο αφηγητής αποκαλεί τον κεντρικό ήρωα Αλέξανδρο, ενώ στα διαλογικά μέρη τα παιδιά τον αποκαλούν Αλέκο. Η διαφορά αυτή σίγουρα δεν είναι τυχαία, καθώς συμβάλλει στην αμεσότητα και στη φυσικότητα των λόγων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ, όπως άλλωστε και στο σύνολο του έργου έχουν οι περιγραφές. Οι περιγραφές είναι εκτενείς και αρκετές φορές εστιάζονται σε ασήμαντα πράγματα, τα οποία επισύρουν την προσοχή του αναγνώστη. Τα κομμάτια αυτά κατέχουν θέση αφηγηματικού ιντερλουδίου μέσα στην αφήγηση, καθώς από τη μία αποφορτίζουν τη δράση και από την άλλη την κλιμακώνουν.
Τέλος, επανερχόμενα μοτίβα είναι η ψυχολογία των ανήλικων παιδιών, οι περιπέτειές τους, και το παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο στηλιτεύεται μέσω της ειρωνείας. Η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο και η αποτύπωση της ερωτικής ψυχολογίας και διάθεσης των εφήβων, οι οποίοι εισάγονται σιγά, σιγά στον κόσμο των ‘μεγάλων’, κάνοντας τα πρώτα τους τσιγάρα και διεκδικώντας τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες τους αποτελούν στοιχεία που συνέχουν και συμπληρώνουν τη δράση.
Διήγημα σκιαγράφησης χαρακτήρων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Ο Τρελός. Η δράση εκτυλίσσεται και πάλι στους δρόμους μιας γειτονιάς και αποτυπώνει του βασικούς της χαρακτήρες, έχοντας ως επίκεντρο τα παθήματα και το τέλος του τρελού. Το διήγημα έχει αρκετές ομοιότητες νοηματικές με το, Ο δικός μας βασιλιάς. Ο χώρος είναι ο ίδιος, η παρέα φαίνεται πως είναι η ίδια, αν και εδώ δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμα η εικόνα και η παρουσία των δυο τρελών προσομοιάζουν σε αρκετά σημεία σε βαθμό που ο ένας ήρωας συμπληρώνει και ολοκληρώνει τον άλλο.
Ολόκληρο το διήγημα διατρέχεται από περιγραφές προσώπων, σκηνικών και καταστάσεων. Περιγραφές, που αναδεικνύουν τις λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα και μετουσιώνουν το διήγημα σε ποίηση μέσα από την δημιουργία εικόνων, αλλά και την πρόκληση σεινηρμών στον αναγνώστη. Ο αφηγητής είναι παντογνώστης, αλλά την ίδια στιγμή κατορθώνει να διοχετεύσει την αμεσότητα μέσα από την παράθεση έντονων και παραστατικών περιγραφών. Τέλος, διαλογικά μέρη δεν υπάρχουν, αν και η δραματοποίηση των σκηνών ενυπάρχει και τροφοδοτεί την αφήγηση.
Στο πέμπτο κατά σειρά διήγημα με τον τίτλο, Μια απλή απόπτωση παρακολουθούμε το πρώτο στάδιο ενηλικίωσης του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος τώρα είναι ένας νέος ηλικίας δεκαοχτώ ετών και φοιτητής της Ιατρικής. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μία απρόσμενη εγκυμοσύνη και τα προβλήματα που αυτή επιφέρει.
Ο συγγραφέας διηγείται μέσα από το στόμα του ήρωα, ο οποίος ίσως και να αποτελεί alter ego του, την γνωριμία του με μια νεαρή μαθήτρια, τον έρωτά τους και την παράνομη εγκυμοσύνη. Το αφηγηματικό στοιχείο, που δεσπόζει και εδώ είναι οι περιγραφές. Η διήγηση παρουσιάζει και αναδεικνύει με ακρίβεια και λεπτολογία, μέσα από τα μάτια του Αλέξανδρου, τα χαρακτηριστικά της νεαρής κοπέλας. Η περιγραφή φωτίζει τον εσώτερο κόσμο των συναισθημάτων του ήρωα, ενώ την ίδια στιγμή φωτογραφίζει και τον χαρακτήρα της νεαρής μαθήτριας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι περιγραφές στο ιατρείο του γυναικολόγου, με επίκεντρο τη διαδικασία της απόπτωσης, οι οποίες βρίθουν επιστημονικής ακρίβειας, γεγονός που οφείλεται στις ιατρικές σπουδές του συγγραφέα. Παράλληλα παρεμβάλλεται μια σύντομη μικρή ιστορία, ως ιντερλούδιο, η οποία και λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο με την κεντρική και έχοντας την ίδια θεματολογία. Η παρένθετη ιστορία, αφορά μια διαδικασία απόπτωσης από μια εμπειρική μαία με τραγική κατάληξη. Η παρεμβολή αυτή συμπληρώνει το βασικό κορμό της αφήγησης, ενώ εντείνει την αγωνία τόσο του ήρωα, όσο και των αναγνωστών. Η παρένθετη ιστορία μας οδηγεί και στο τέλος του διηγήματος, ένα τέλος ανοιχτό, που θυμίζει στις καλύτερες περιπτώσεις το τέλος ιταλικών νεορεαλιστικών ταινιών, των Β. Ντε Σικα και Ρ.Ροσελίνι .
Με το διήγημα αυτό έχουμε μια αιχμηρή ειρωνεία στην παραδοσιακή ηθική και ένα δριμύ σχόλιο για τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες παρουσιάζονται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και τα προβλήματά τους.
Τέλος, η όλη αφήγηση δίνεται σε παρελθοντικό χρόνο, ενώ τα διαλογικά μέρη παρουσιάζουν, με τον καλύτερο τρόπο, την ένταση και την αγωνία των ηρώων. Η ιστορία δομείται πάνω στις αναμνήσεις του Αλέξανδρου Πέτρου, ενόσω αυτός περιμένει στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου. Παρά το γεγονός ότι η αφήγηση δε στερείται ρεαλισμού, γεγονός που αποτυπώνεται στα διαλογικά μέρη, εντούτοις, σε καμία περίπτωση, δεν απουσιάζουν οι κομψές περιγραφές, η έντονη χρήση επιθέτων και παρομοιώσεων.
Διαβάζοντας τον τίτλο Τσαϊράδα, ασφαλώς το λογοτεχνικό μας αισθητήριο και η φιλολογική μας γνώση, μας παραπέμπουν στο ομώνυμο ποίημα του Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960). Δεν είναι βέβαιο αν ο Γ. Ρωμανός είχε κατά νου αυτό το ποίημα όταν έγραφε το διήγημα του, ασφαλώς όμως και γνώριζε το έργο του συντοπίτη του ποιητή.
Μια βόλτα στην εξοχή είναι η μετάφραση του τίτλου της ιστορίας και ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αυτή τη βόλτα, συνδυάζοντάς την με μια ερωτική περιπέτεια. Ήρωας και εδώ ο Αλέξανδρος, ο οποίος έχει ενηλικιωθεί και περιγράφει την ερωτική εμπειρία με μια άκρως εντυπωσιακή και ερωτική γυναίκα την Όλγα. Η αφήγηση και εδώ είναι σε παρελθοντικό χρόνο και σε τρίτο πρόσωπο.
Με μαεστρία αποδίδεται το ερωτικό πάθος, που προκαλεί στον Αλέξανδρο η πληθωρική γυναίκα, η οποία παρουσιάζεται με τα πιο ερωτικά χαρακτηριστικά. Η περιγραφή αυτή εξάπτει την περιέργεια και το πάθος του ήρωα και μεταβάλει τον αναγνώστη σε έναν απαιτητικό ηδονοβλεψία
Οι περιγραφές έχουν και εδώ ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Αποκαλύπτουν την ερωτική ένταση του ήρωα, παρουσιάζουν με έξυπνο και προσεγμένο τρόπο τις ερωτικές σκηνές, ενώ αναδεικνύουν την θηλυκότητα της γυναίκας. Η θηλυκότητα όμως της Όλγας παρουσιάζεται και μέσα από την σύγκριση με την άλλη κοπέλα, την Αγνή, η οποία είναι παλαιότερη και ίσως η πρώτη ερωτική εμπειρία του Αλέξανδρου. Συμβολικά η σύγκριση εδώ κατευθύνεται και στο επίπεδο των ονομάτων, κάτι που αποδεικνύει ότι τίποτα δεν είναι τυχαία δοσμένο στο διηγηματικό κόσμο του Γ. Ρωμανού.
Τέλος, και εδώ παράλληλα με την προβολή του ερωτικού στοιχείου βλέπουμε και την κριτική στην εκκλησία, αλλά και μια ειρωνεία στην κοινωνική ηθική και προκατάληψη.
Προς περιφοράν, τιτλοφορείται το προτελευταίο διήγημα. Ο τίτλος δοσμένος στην καθαρεύουσα μοιάζει ειρωνικός, θέλοντας να στηλιτεύσει την ετοιμασία, αλλά και τον κοσμικό χαρακτήρα μιας τελετής περιφοράς επιταφίου.
Η θεματολογία του διηγήματος αυτού αποτελεί μια νοηματική παραφωνία στο σύνολο του βιβλίου. Ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από τα μάτια του αφηγητή την τελετή της περιφοράς. Η δύναμη της περιγραφής εδώ αποθεώνεται, ενώ η αλληλουχία και η συνέπεια της πλοκής αμβλύνονται από την έντονη χρήση επιθέτων και παρομοιώσεων. Διαλογικά μέρη δεν υπάρχουν και η δράση χτίζεται με επίκεντρο την παρατηρητικότητα του αφηγητή. Παρουσιάζονται αναλυτικά οι ετοιμασίες για την περιφορά, την παράταξη των πιστών, των ιερέων, των στρατιωτών, της φιλαρμονικής και πλήθος άλλων, που συμμετέχουν σε αυτή την ιεροτελεστία. Θα λέγαμε ότι ο τόνος είναι μυστικιστικός, αλλά ενέχει ρεαλισμό και ειρωνεία. Μοιάζει να θίγει την τυπικότητα αυτών των τελετών και να επιζητεί την ουσία.
Σε κάθε περίπτωση το διήγημα εκτός από νοηματική παραφωνία αποτελεί και μια χαρακτηριστική και παραδοσιακή απεικόνιση της περιφοράς του επιταφίου, που επιτυγχάνεται μέσα από τις έντονες περιγραφές, που αμέσως μαγνητίζουν την προσοχή του αναγνώστη.
Με το Όνειρο, τελευταίο συγγραφικό καρπό της συλλογής επανερχόμαστε στον κυρίαρχο νοηματικό άξονα του βιβλίου. Ήρωες εδώ ένα ζευγάρι νεαρών εραστών, που παρουσιάζονται την στιγμή της ερωτικής τους πράξης. Ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός και ενδεικτικός της ιστορίας που θα ακολουθήσει, καθώς δομείται γύρω από τη θολή εικόνα του ονείρου, που βλέπει ο κεντρικός ήρωας. Στο όνειρο αυτό παρουσιάζεται η ερωτική πράξη δυο εντόμων. Η ζωηρή περιγραφή της εικόνας αυτής προκαλεί σύγχυση για το τι ανήκει στην πραγματικότητα και τι στη σφαίρα του ονείρου.
Η πρωτοτυπία της αφήγησης εκπλήσσει τον αναγνώστη, ο οποίος μονάχα στο τέλος αποσαφηνίζει πλήρως την παρεμβολή του ονείρου. Αυτή η μίξη ονείρου και πραγματικότητας, αποτελεί ένα αφηγηματικό τέχνασμα, προκειμένου να μιλήσει ο συγγραφέας αλληγορικά για τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικότερα για τη σχέση αρσενικού και θηλυκού. Στο γεγονός αυτό ίσως να οφείλεται και η ανωνυμία του ηρώων, προκειμένου να προσδώσει καθολικό χαρακτήρα στη κεντρική ιδέα του διηγήματος. Εξάλλου στο όνειρο το θηλυκό έντομο σκοτώνει το αρσενικό και την ίδια στιγμή ο ήρωας βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, δεμένος στο κρεβάτι με τη γυναίκα. Η περιγραφή της ερωτικής πράξης των εντόμων υπονοεί την ερωτική πράξη των δυο νέων, ενώ, συγχρόνως αποκαλύπτει και τα προβλήματα συμπεριφοράς στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις.
Αυτή η αρμονική και άκρως λογοτεχνική εναλλαγή ονείρου και πραγματικότητας μοιάζει να έχει το λογοτεχνικό της πρόγονο στο σατιρικό έργο Τρίχα του Δ. Σολωμού . Στο έργο αυτό κατ’ εξοχήν η πραγματικότητα και το όνειρο ταυτίζονται και ισορροπούν στην αποσπασματική αφηγηματική ενότητα, που διέπει το σύνολο του σολωμικού έργου. Ο Γ. Ρωμανός συνειδητά ή ασύνειδα εντάσσει στο διήγημά του την ίδια τεχνική, στην οποία αφομοιώνει και διατηρεί τους λογοτεχνικούς παρανομάστες, ενώ αλλάζει τους αριθμητές της πλοκής προκειμένου να μιλήσει για ένα επίκαιρο και διαχρονικό θέμα, όπως είναι αυτό της συμβίωσης των δυο φύλων.
Διατρέχοντας το σύνολο της συλλογής των διηγημάτων του Γ. Ρωμανού, θα μπορούσαμε να πούμε συμπερασματικά, ότι προσαρμόζει στο έργο του τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν ένα διήγημα. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε την εναγώνια προσπάθεια του να εξελίξει το είδος, κάτι το οποίο θα φανεί, πιο έντονα, και στα επόμενα έργα του με αποκορύφωμα την πιο ώριμη συλλογή διηγημάτων, Δέκα ροκ και ένα μπλουζ για τρεις .
Βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος, όπως η συντομία, ο συνδυασμός λιτότητας και πυκνότητας, η εστίαση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή σε ένα κεντρικό ήρωα, η μετάβαση από το ειδικό στο γενικό και από τον μικρόκοσμο του ήρωα στο μακρόκοσμο του έργου εναρμονίζονται με τα ιδιαίτερα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Χαρακτηριστικά, όπως η γρήγορη εναλλαγή προσώπων στην αφήγηση, η έντεχνη αξιοποίηση των αφηγηματικών μερών με περιγραφές, η προσεγμένη και ευφυής χρήση επιθέτων, ο ρεαλισμός και η φυσικότητα των διαλόγων και η αστείρευτη έμπνευση αποτελούν το βασικό κορμό δόμησης και σύνταξης των ιστοριών.
Θεματολογικά, ο συγγραφέας φαίνεται να αφομοιώνει την πλούσια λογοτεχνική παράδοση του είδους, αλλά συγχρόνως και να πρωτοτυπεί. Θέματα αντλημένα από την κοινωνία, την ιστορία, τη θρησκεία ενσωματώνονται στο έργο του Γ. Ρωμανού και εμπλουτίζονται από σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο ως μέρος ενός συνόλου και τα προβλήματά που απορρέουν από την κοινωνία και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ο Αλέξανδρος είναι το πρώτο και ενδεικτικό παράδειγμα των παραπάνω παρατηρήσεων. Αποτελεί, όμως μονάχα την αφετηρία ενός δρόμου, που ο συγγραφέας ξεκίνησε να περπατά στα 1977 και που ακόμα δεν έχει φτάσει στον προορισμό του. Σαν άλλος Οδυσσέας, περνώντας από Κύκλωπες και Συμπληγάδες, από Κίρκες και Σειρήνες αναζητεί την συγγραφική του Ιθάκη. Κλείνοντας τα αυτιά στην εμπορικότητα και επικαιρότητα της λογοτεχνίας του σήμερα αναζητεί την ουσία του λογοτεχνικού έργου, θυσιάζοντας στις Μούσες και στις Χάριτες.
Δ.Θ. Δεκέμβριος 2010